- σοβαρώς
- σοβαρῶς ΝΜΑβλ. σοβαρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοβαρῶς — σοβαρός rushing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… … Dictionary of Greek
Greek military junta of 1967–1974 — Regime of the Colonels redirects here. For the generic usage as a term for military rule, see military junta. For the Polish regime of colonels, see Piłsudski s colonels. For other uses, see Colonels regime. History of Greece … Wikipedia
υπαττικίζω — Α αττικίζω κάπως («πάνυ σοβαρῶς τῇ λέξει, τῶν εἰσφρησάντων, ὑπαττικίσας», Γρηγ Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀττικίζω «μιλώ ή γράφω στην αττική διάλεκτο, μιμούμαι την αττική διάλεκτο»] … Dictionary of Greek